- πορφυροῦ
- πορφύρεοςheavingmasc/neut gen sg (attic epic)πορφυρέωpres imperat mp 2nd sg (attic)πορφυρέωimperf ind mp 2nd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοινικίδα — η / φοινικίς, ίδος, ΝΜΑ 1. ύφασμα πορφυρού χρώματος 2. εκκλ. μικρή κόκκινη πινακίδα τοποθετημένη κάτω από εικόνα, που δηλώνει τί παριστάνει η εικόνα νεοελλ. ναυτ. το σήμα Β τού διεθνούς κώδικα σημάτων μσν. αρχ. κόκκινη σημαία τής οποίας η έπαρση… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
φοινίκασπις — άσπιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει ασπίδα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + ασπις (< ἀσπίς, ίδος), πρβλ. μίκρ ασπις, χάλκ ασπις] … Dictionary of Greek
φοινικάνθεμος — ον, Α αυτός που έχει άνθη πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + άνθεμος (< ἄνθεμον), πρβλ. πορφυρ άνθεμος, χρυσ άνθεμος] … Dictionary of Greek
φοινικείμων — και φοινικοείμων, εῑμον, Α αυτός που φορά ένδυμα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, μελαν είμων] … Dictionary of Greek
φοινικοκρήδεμνος — και δωρ. τ. φοινικοκράδεμνος, ον, Α (για γυναίκα) αυτός που φορά κεφαλόδεσμο πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κρήδεμνος (< κρήδεμνον / κράδεμνον «κεφαλόδεσμος»), πρβλ. λιθοκρήδεμνος] … Dictionary of Greek
φοινικοφαής — ές, Α αυτός που φαίνεται πορφυρός, που δίνει την εντύπωση τού πορφυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] … Dictionary of Greek
φοινικόπεδος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. βαθύ πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
φοινικόπεζα — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεζα (< πέζα «πόδι»), πρβλ. ἀργυρό πεζα, κυανό πεζα] … Dictionary of Greek
φοινικόπρωρος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που έχει πλώρη πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. καλλί πρῳρος, κυανό πρωρος] … Dictionary of Greek